- εξυμνώ
- célébrer
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
εξυμνώ — εξυμνώ, εξύμνησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξυμνώ — (AM ἐξυμνῶ, έω) υμνώ ενθουσιωδώς, εγκωμιάζω … Dictionary of Greek
εξυμνώ — εξύμνησα, εξυμνήθηκα, εξυμνημένος, μτβ., υμνώ κάποιον υπερβολικά, εγκωμιάζω, εκθειάζω, υμνολογώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξυμνῶ — ἐξυμνέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐξυμνέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμέλπω — Μ εξυμνώ κάποιον μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μέλπω «εξυμνώ, τραγουδώ»] … Dictionary of Greek
αγάζω — ἀγάζω (Α) [ἄγαν] εξυψώνω υπέρμετρα, εκθειάζω, εξυμνώ … Dictionary of Greek
αγάλλομαι — (Α ἀγάλλομαι και ενεργ. ἀγάλλω) χαίρομαι, ευφραίνομαι αρχ. 1. δοξάζω, εκθειάζω, εξυμνώ 2. (και μέσ. με ενεργ. σημ.) τιμώ κάποιον 3. στολίζω 4. μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχώμαι, κομπάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀγαλός, το οποίο πιθ. συγγενεύει με το ἀγα ,… … Dictionary of Greek
αθιβάλλω — και αθιβάνω 1. εκφράζω αμφιβολίες, αμφιβάλλω 2. συνομιλώ, συζητώ 3. ανταλλάσσω λόγια, φιλονικώ 4. μιλώ, διηγούμαι, επαινώ, εξυμνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφιβάλλω, με ανομοίωση του χειλικού συνεχόμενου συμφώνου φ σε θ, λόγω τού αμέσως ακολουθούντος,… … Dictionary of Greek
αινώ — ( έω) (Α αἰνῶ) (νεοελλ. μσν.) (με θρησκ. σημ.) δοξολογώ, υμνώ «αἰνεῑτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν, αἰνεῑτε αὐτὸν ἐν τοῑς ὑψίστοις» αρχ. 1. λέγω, μιλώ για κάποιον ή κάτι 2. επαινώ, επιδοκιμάζω, εξυμνώ 3. συνιστώ, συμβουλεύω 4. συγκατατίθεμαι,… … Dictionary of Greek
αναξίμολπος — ἀναξίμολπος, η (Α) (επίθ. τής Ουρανίας) άνασσα, βασίλισσα τής μελωδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄναξ + μολπος < μέλπω «εξυμνώ, ψάλλω, τραγουδώ»] … Dictionary of Greek
αντισεμνύνομαι — ἀντισεμνύνομαι (AM) μσν. εξαίρω, εξυμνώ, εγκωμιάζω κι εγώ αρχ. υπερηφανεύομαι κι εγώ … Dictionary of Greek